- δάκρυε
- δάκρυονtearneut nom/voc/acc dualδάκρῡε , δακρύωweeppres imperat act 2nd sgδάκρῡε , δακρύωweepimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίσκηνος — ἐπίσκηνος, ον (Α) [σκηνή] 1. αυτός που γίνεται μπροστά στη σκηνή, ενώπιον άλλων («μηδ’ ἐπισκήνους γόους δάκρυε», Σοφ.) 2. εξωτερικός, τυχαίος 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐπίσκηνοι στρατιώτες που σταθμεύουν σε μια πόλη 4. (για θεατρική σκηνή) το … Dictionary of Greek
δάκρυ' — δάκρυα , δάκρυον tear neut nom/voc/acc pl δάκρυα , δάκρυον tear neut nom/voc/acc pl δάκρυϊ , δάκρυον tear neut dat sg δάκρυε , δάκρυον tear neut nom/voc/acc dual δάκρῡε , δακρύω weep pres imperat act 2nd sg δάκρῡε , δακρύω weep imperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)